ΙΣΤΟΡΙΑ | |||
|
|||
Σιλεσία 1945: Με εθνοκάθαρση η πρώτη τιμωρία των Γερμανών για τα εγκλήματα τους στο Β΄ ΠΠΟι δυνάμεις του Κόκκινου Στρατού έφθασαν στα ανατολικά σύνορα του Ράιχ το φθινόπωρο του 1944. Τους επόμενους μήνες η Ανατολική Πρωσία, η Πομερανία και η Σιλεσία θα γνώριζαν την πιο συγκλονιστική τραγωδία που έπληξε τον γερμανικό λαό κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και οδήγησε στην έξωση των γερμανικών πληθυσμών από τις πατρογονικές τους εστίες |
|||
Ο Κόκκινος Στρατός είχε πολλούς λόγους για να εκδικηθεί όταν έφτασε τελικά τον Ιανουάριο του 1945 στα σύνορα του Ράιχ. | |||
Οι καθοδηγητές είχαν διαδώσει στη Ρωσία, με κάθε λεπτομέρεια τις βαρβαρότητες της Βέρμαχτ και των SS. Το αποτέλεσμα ήταν το πιο τρομακτικό μακελειό της Ιστορίας, με τεθωρακισμένα να συνθλίβουν κάτω από τις ερπύστριές τους φάλαγγες προσφύγων, ομαδικούς βιασμούς, λεηλασίες και καταστροφές.
Χιλιάδες γυναικόπαιδα πέθαναν από το κρύο ή σφαγιάστηκαν επειδή οι επικεφαλής του Ναζιστικού Κόμματος, αρνούμενοι να δεχτούν την ήττα, είχαν απαγορεύσει την εκκένωση των αμάχων. |
|||
Περισσότεροι από επτά εκατομμύρια άνθρωποι δραπέτευσαν προς τη Δύση φοβούμενοι τα αντίποινα του Κόκκινου Στρατού. Δεν είχαν όμως όλοι την ίδια μοίρα. Κάποιοι υπέφεραν αφόρητα, κάποιοι άλλοι σώθηκαν από θαύμα. |
|||
Οι Σοβιετικοί στρατιώτες συμπεριφέθηκαν απέναντι στις Γερμανίδες και τα παιδιά με τη μεγαλύτερη γενναιοφροσύνη, αλλά και τη μεγαλύτερη σκληρότητα. Το ηθικό αυτό χάος ήταν αποτέλεσμα μιας τιτανομαχίας μεταξύ δυο τυράννων που αδιαφορούσαν για τη ζωή των πιστών τους. Οι Ναζί έστελναν δεκατετράχονα αγόρια πάνω σε ποδήλατα ενάντια στα σοβιετικά άρματα σε αποστολές αυτοκτονίας, ενώ, καθώς ο Κόκκινος Στρατός περικύκλωνε το Βερολίνο, τα αποσπάσματα των SS χτένιζαν την πόλη και εκτελούσαν ή κρέμαγαν επιτόπου κάθε άντρα που δεν βρισκόταν στη θέση του |
|||
Από την άλλη πλευρά, ο Σοβιετικός Στρατός, διψώντας για εκδίκηση, έδειξε το πιο ωμό του πρόσωπο. Οι πρώτες μαρτυρίες των Γερμανών προσφύγων ήταν συγκλονιστικές. Μιλούσαν για έναν εχθρό απάνθρωπο και εκδικητικό, ο οποίος λήστευε, βίαζε και σκότωνε δίχως διάκριση. Μάλιστα, ένας φανατικός Σοβιετικός συγγραφέας, ο εβραϊκής καταγωγής Ηλίας Έρενμπουργκ, διακήρυξε το μίσος του σε μια προκήρυξη κατά των Γερμανών: «Στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού… σκοτώστε, σκοτώστε! Στη γερμανική φυλή δεν υπάρχει τίποτα το καλό. Ακολουθήστε τις παραινέσεις του συντρόφου Στάλιν. Σκοτώστε για πάντα το φασιστικό θηρίο μέσα στη φωλιά του! Βιάστε τις Γερμανίδες και ταπεινώστε τη φυλετική τους υπερηφάνεια… Σκοτώστε. Σκοτώστε, ένδοξοι στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού». |
|||
Νέμερσντορφ 20/21 Οκτωβρίου 1944: η ανατομία μιας σφαγής Στις 19 Οκτωβρίου 1944 οι σοβιετικές προφυλακές εισέβαλαν στις επαρχίες Γκόλνταπ και Γκούμπινεν της Ανατολικής Πρωσίας. Δύο εβδομάδες αργότερα, στις 5 Νοεμβρίου, η 4η Γερμανική Στρατιά ανακατέλαβε τα συνοριακά χωριά. Εκείνο που αντίκρισε στο μικρό χωριό Νέμερσντορφ και κατόπιν στα γύρω χωριά, υπερέβαινε τα όρια της ανθρώπινης φαντασίας και βαρβαρότητας. Οι Σοβιετικοί υποχωρώντας προέβησαν σε ανελέητη σφαγή εκατοντάδων αθώων πολιτών, περιλαμβανομένων γυναικών και μικρών παιδιών. Οι γυναίκες είχαν βιασθεί και στη συνέχεια είχαν καρφωθεί στις πόρτες των αχυρώνων ή στα κάρα ή είχαν συνθλιβεί από τα σοβιετικά τεθωρακισμένα. |
|||
Δεν υπήρχε ούτε ένα μικρό παιδί ζωντανό. Σαράντα Γάλλοι αιχμάλωτοι πολέμου που εργάζονταν στα τοπικά αγροκτήματα, καθώς και κάποιοι Γερμανοί οι οποίοι δήλωσαν πρόθυμα ότι ήταν κομμουνιστές, εκτελέστηκαν από τα σοβιετικά στρατεύματα. Στόχος του Κόκκινου Στρατού, με τις θηριωδίες αυτές, ήταν να κάμψει τελείως το ηθικό των Γερμανών, πολλοί από τους οποίους πίστευαν ακόμα ότι ο Χίτλερ ήταν ικανός να αναστρέψει την παλίρροια των γεγονότων. Ένας από αυτούς ήταν ο στρατηγός Γκουντέριαν: «Αν ο Φύρερ πετύχει κάτι τέτοιο –και είμαι σταθερά πεπεισμένος ότι μια ημέρα θα έλθει η ευκαιρία– τότε δεν θα είναι απλώς ο άνθρωπος του αιώνα, αλλά ο άνθρωπος της χιλιετίας». Οι Γερμανοί έσπευσαν να εκμεταλλευτούν τις σφαγές των Σοβιετικών. Ο γκαουλάιτερ Κοχ και ο Γκαίμπελς έστειλαν φωτογράφους και δημοσιογράφους για να καταγράψουν τις βιαιοπραγίες και η τραγωδία διαδόθηκε ως δείγμα της σοβιετικής βαρβαρότητας, αλλά και για να αποτελέσει κίνητρο αγωνιστικότητας για τους υπερασπιστές των ανατολικών γερμανικών επαρχιών. Στην Ανατολική Πρωσία διανεμήθηκαν αφίσες που έδειχναν τα θύματα, ενώ σε όλους τους κινηματογράφους του Ράιχ προβλήθηκαν τα ανάλογα επίκαιρα. Πολλές γυναίκες που τα είδαν, έσπευσαν να προμηθευτούν δηλητήριο για να το πιουν σε περίπτωση που έπεφταν στα χέρια των Σοβιετικών. Η έκθεση και το επίσημο πόρισμα της Διεθνούς Ιατρικής Επιτροπής που επισκέφθηκε τους τόπους της τραγωδίας, όπως και οι φωτογραφίες και τα ντοκουμέντα ουδέτερων παρατηρητών και δημοσιογράφων (Ελβετών, Σουηδών κ.ά.), πιστοποιούν το μέγεθος της σφαγής. Ένας Ελβετός δημοσιογράφος έγραψε σε μια εφημερίδα της Γενεύης («Genfer Courrier», 7/11/1944) τις εντυπώσεις του από την Ανατολική Πρωσία: «…Αποκεφαλισμοί και απαγχονισμοί αιχμαλώτων ήταν συνηθισμένο φαινόμενο στις περιοχές που επισκέφθηκα. Στο Μπράουερσντορφ είδα δύο εργάτες κατακρεουργημένους. Μου είπαν ότι ήταν πρώην αιχμάλωτοι πολέμου, γαλλικής καταγωγής. Όχι πολύ μακριά από αυτούς, βρέθηκαν 30 νεκροί Γερμανοί αιχμάλωτοι της Βέρμαχτ. Είναι περιττό να περιγράψω τη θέα των δολοφονηθέντων». Ένας αυτόπτης μάρτυρας, ο Γιόχαμ Ράις, περιέγραψε τα γεγονότα: «Ύστερα από μια γερμανική αντεπίθεση, το μέτωπο σταθεροποιήθηκε και ο εχθρός υποχώρησε στις βάσεις του. Μετά την αναφορά (τις πρώτες πρωινές ώρες της 21ης Οκτωβρίου 1944) κατευθυνθήκαμε προς το Νέμερσντορφ… Αριστερά και δεξιά στους παρακείμενους αγρούς υπήρχαν σωροί πτωμάτων. Μικρά παιδιά, νεαρά κορίτσια και ηλικιωμένες γυναίκες, φρικτά παραμορφωμένες σε σημείο που δεν αναγνωρίζονταν. Ανάμεσα στους νεκρούς εντοπίσαμε αρκετούς πρόσφυγες και μερικούς Γάλλους πρώην αιχμαλώτους πολέμου. Ορισμένοι στρατιώτες της Βέρμαχτ μίλησαν για γυμνές σταυρωμένες γυναίκες που βρήκαν νεκρές στις θύρες μιας σιταποθήκης. Παράλληλα στον δημόσιο δρόμο (Reichslrasse 132) υπήρχε διάσπαρτο σοβιετικό υλικό: φορτηγά αυτοκίνητα, κατεστραμμένα πυροβόλα και άρματα μάχης… Στο πρώτο αγρόκτημα που συναντήσαμε, αριστερά του δρόμου, δίπλα σε μια άμαξα, είδαμε τέσσερις γυμνές γυναίκες με δεμένα τα χέρια. Λίγο πιο κάτω, στο πανδοχείο «Roler Krug», κατεβάσαμε από τις πόρτες δύο γυμνές γυναίκες που τις είχαν σταυρώσει με καρφιά. Στη συνέχεια, ερευνώντας στα σπίτια, βρήκαμε συνολικά 72 γυναίκες και παιδιά φρικτά παραμορφωμένα. Οι περισσότεροι είχαν δολοφονηθεί με κάποιο σκληρό αντικείμενο. Σε μια πολυθρόνα βρήκαμε μια ηλικιωμένη γυναίκα νεκρή. Της έλειπε το μισό κεφάλι. Προφανώς είχε χτυπηθεί με τσεκούρι ή φτυάρι. Τα πτώματα μεταφέρθηκαν στο νεκροταφείο του χωριού, όπου παρέμειναν άταφα επί τρεις ημέρες. Την τέταρτη ημέρα εμφανίσθηκε μια διεθνής αντιπροσωπεία από γιατρούς που εξέτασαν τους δολοφονηθέντες. Κοινή διαπίστωση ήταν ότι όλες οι γυναίκες 8-84 ετών είχαν βιασθεί και κακοποιηθεί σεξουαλικά». |
|||
Η κάθοδος στην Κόλαση Μια συγκλονιστική και πολύ εύστοχη περιγραφή έδωσε ο Ελβετός ανταποκριτής Κόνραντ Βάρνερ για τους κατοίκους του Βερολίνου: «Οι άνθρωποι στον δρόμο, στα καταστήματα και στα μέσα συγκοινωνίας είχαν άθλια όψη εκείνον τον γκρίζο Νοέμβριο, κατά το πέμπτο έτος του πολέμου. Οι κάτοικοι ήταν χλωμοί, με βαθουλωμένα μάτια. Παλιά ρούχα κάλυπταν τ’ αδυνατισμένα τους κορμιά. Ωστόσο, αν και καταπονημένοι, βρίσκονταν σε συνεχή εγρήγορση και διακρίνονταν από μια μη φυσιολογική υπερκινητικότητα εξαιτίας του έντονου φόβου για την ύπαρξή τους. Αυτή η εγρήγορση είχε προκύψει από την κατάσταση ανάγκης που βίωναν. Δεν επιτρεπόταν να φθάσουν αργά στα καταστήματα, επειδή θα έβρισκαν τα διάφορα αγαθά σε έλλειψη. Δεν έπρεπε να φθάσουν αργά στη στάση του τραμ, διότι αυτό θα είχε περάσει και οι θέσεις στη στάση θα ήταν κατειλημμένες. Δεν έπρεπε να αργήσουν στην εργασία, επειδή διαφορετικά θα είχαν κρατήσεις στον μισθό τους. Δεν έπρεπε να καθυστερήσουν στο εστιατόριο, διότι δεν θα έβρισκαν να φάνε. Επίσης έπρεπε να φθάσουν νωρίς στο σπίτι, διαφορετικά θα αιφνιδιάζονταν στον δρόμο από τον συναγερμό. Επιπλέον η βιασύνη και η φούρια αποτελούσαν αντίδοτα στην περισυλλογή και στις βαθιές υπαρξιακές αγωνίες». Ο Γκαίμπελς είχε προειδοποιήσει τους Γερμανούς ότι οι Μπολσεβίκοι ήταν μια ασιατική ορδή, ένας βαρβαρικός όχλος με τάσεις καταστροφής και πρωτόγονης εκδίκησης. Σαν αποτέλεσμα, εκατοντάδες χιλιάδες κάτοικοι των ανατολικών γερμανικών περιοχών έφυγαν προς τα δυτικά, αντιμετωπίζοντας το τρομερό κρύο του χειμώνα και την απειλή των σοβιετικών αρμάτων, για να σχηματίσουν τη μεγαλύτερη έξοδο προσφύγων που θα έβλεπε η Ευρώπη σε ολόκληρο τον 20ό αιώνα. «Στην πόλη δεν έχει απομείνει ούτε ένας κάτοικος», σημείωνε ένας Σοβιετικός στρατιώτης στις 23 Ιανουαρίου 1945 φθάνοντας στο Ίνστερμπουργκ. «Και τι μ’ αυτό; Δεν θα τους τρώγαμε». Μπορεί να μην τους έφαγαν, το Ίνστερμπουργκ όμως καταστράφηκε. Το κάστρο και οι κομψές εκκλησίες της πόλης με τα ψηλά καμπαναριά, πυρπολήθηκαν. Πτώματα ανθρώπων και αλόγων κείτονταν στους δρόμους, δίπλα σε εγκαταλειμμένα φορτηγά και καμένα έπιπλα. Ο πόλεμος είχε εθίσει τους περισσότερους άνδρες του Κόκκινου Στρατού στη βία, όμως αυτό που συνέβαινε στις γερμανικές περιοχές, υπερέβαινε κατά πολύ ένα απλό ξέσπασμα οργής. Ένας νεαρός αξιωματικός, ο Λεονίντ Ραμπίτσεφ, περιέγραψε χρόνια αργότερα τις ωμότητες στις οποίες ήταν μάρτυρας: «Γυναίκες, μητέρες παιδιών, είναι ξαπλωμένες δεξιά και αριστερά στον δρόμο μας και μπροστά σε καθεμιά τους στέκει ένας τραχύς όχλος ανδρών με κατεβασμένα παντελόνια… Οι γυναίκες που αιμορραγούν ή χάνουν τις αισθήσεις τους πετιούνται στο πλάι και όσες προσπαθούν να σώσουν τα παιδιά τους πυροβολούνται από τους άνδρες μας». Εκείνη τη νύκτα ο Ραμπίτσεφ και οι στρατιώτες του κοιμήθηκαν σε ένα εγκαταλειμμένο γερμανικό καταφύγιο. Σε κάθε δωμάτιο υπήρχαν πτώματα: πτώματα μικρών παιδιών, γερόντων και γυναικών που είχαν υποστεί ολοφάνερα ομαδικό βιασμό πριν από τον θάνατό τους. Η θέα των πτωμάτων δεν κλόνιζε πια κανέναν. «Ήμασταν τόσο κουρασμένοι», γράφει ο Ράμπιτσεφ, «που ξαπλώσαμε στο έδαφος ανάμεσά τους και αποκοιμηθήκαμε». Την επόμενη μέρα σε ένα άλλο κτίριο βρήκαν πτώματα γυναικών που είχαν βιασθεί και στη συνέχεια ακρωτηριαστεί. Πολλοί Σοβιετικοί αξιωματικοί είχαν κλονιστεί από αυτή την αναίτια ερήμωση των γερμανικών πόλεων και τις μαζικές δολοφονίες, όμως οι υπεύθυνοι πολιτικοί καθοδηγητές του Κόμματος είχαν έτοιμη την απάντηση: «Οι Φριτς λεηλάτησαν ολόκληρο τον κόσμο… γι’ αυτό έχουν τόσα πολλά. Έκαψαν τα πάντα στη χώρα μας και τώρα κάνουμε το ίδιο στη δική τους. Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να τους λυπόμαστε». Αν κάποιος Σοβιετικός στρατιώτης αρνιόταν να συμμετάσχει σε έναν ομαδικό βιασμό τρομοκρατημένων γυναικών, θεωρείτο δειλός ή ανίκανος, ενώ το ενδιαφέρον του για τους αιχμαλώτους εκλαμβανόταν ως «μπουρζουάδικος ανθρωπισμός». Ένας Σοβιετικός αξιωματικός, ο Λεβ Κοπέλεφ, συνελήφθη μερικές εβδομάδες μετά την πρώτη του διαμαρτυρία. Εκείνον τον παγωμένο χειμώνα του 1944, ο Σοβιετικός Στρατός δεν είχε τίποτα το «μπουρζουάδικο» ή το «ανθρωπιστικό». Οι Γερμανοί δεν περίμεναν βέβαια οίκτο από τους Σοβιετικούς. «Στις λίγες γερμανικές περιοχές που κατέχονται από τον Κόκκινο Στρατό», ανέφερε ένα έγγραφο της γερμανικής υπηρεσίας πληροφοριών, «η συμπεριφορά των στρατιωτών είναι ακριβώς όπως είχε προβλεφθεί στις αρχές του πολέμου, στις περισσότερες των περιπτώσεων: είναι φρικιαστική. Κτηνώδεις φόνοι, βιασμοί νεαρών γυναικών και κοριτσιών, καθώς και ανάλγητες καταστροφές, πραγματοποιούνται σε καθημερινή βάση». Ένας Σοβιετικός αιχμάλωτος είπε στους Γερμανούς που τον συνέλαβαν ότι υπήρχε μια συγκεκριμένη οδηγία του Στάλιν, η οποία έλεγε ότι έπρεπε να υπάρξει εκδίκηση για τις γερμανικές ωμότητες. Ένα πακέτο με επιστολές Σοβιετικών στρατιωτών που έπεσε στα χέρια της γερμανικής υπηρεσίας πληροφοριών τον Φεβρουάριο του 1945, αποδείκνυε τη σκληρή πραγματικότητα: «Η καρδιά σου γεμίζει ευτυχία, καθώς διασχίζεις μια καιγόμενη γερμανική πόλη», έγραφε κάποιος στους γονείς του. «Εκδικούμαστε για όλα και η εκδίκησή μας είναι δίκαιη. Φωτιά για τη φωτιά, αίμα για το αίμα, θάνατος για τον θάνατο!» (Ομοσπονδιακά Αρχεία – Bundesarchiv, RH2-2688, 12). Όπως έχει γράψει η Βρετανίδα συγγραφέας Κάθριν Μεριντέιλ, αφού μελέτησε επί πολλά χρόνια τα σοβιετικά αρχεία, «μάρτυρες όπως ο Κοπέλεφ σύντομα έγιναν παρίες, τα θύματα διώχθηκαν ή αναγκάστηκαν να σιωπήσουν». Η περιγραφή του Κοπέλεφ για την κατάληψη του Νάιντενμπουργκ ήταν συγκλονιστική. Ανέφερε άγριους βιασμούς και εκτελέσεις αθώων πολιτών. Η σοβιετική προπαγάνδα διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των αντιλήψεων για τον εχθρό και τη «δικαιολογημένη εκδίκηση». Οι γυναίκες σήκωσαν το βάρος αυτής της βίας, όμως και οι άνδρες Γερμανοί υπήρξαν επίσης θύματα. Αξίζει να σημειωθεί ότι πολλοί βιασμοί γίνονταν μπροστά στα μάτια των συζύγων, των πατέρων και των παιδιών. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι άνθρωποι ήταν ανίκανοι να αποτρέψουν το μοιραίο και παρακολουθούσαν τις γυναίκες και τις μητέρες τους να βιάζονται από στίφη μεθυσμένων ανδρών. Όπως γράφει η Μεριντέιλ, ένας Γερμανός δικηγόρος είχε σταθεί στο πλευρό της Εβραίας συζύγου του καθ’ όλη τη διάρκεια της κυριαρχίας των ναζί, αρνούμενος να τη χωρίσει, παρά τους κινδύνους που διέτρεχε. Όταν έφθασαν οι Σοβιετικοί, την προστάτευσε πάλι, τουλάχιστον μέχρι να τον χτυπήσει μια ρωσική σφαίρα. Αιμόφυρτος παρακολούθησε τρεις άνδρες να βιάζουν τη γυναίκα του. |
|||
Ο «δάκτυλος του Θεού» Για να νικήσει τον πολύ καλά εκπαιδευμένο, οργανωμένο και μαχητικό γερμανικό στρατό, ο Στάλιν στρατολόγησε άνδρες από τις φυλές που κατοικούσαν στα βάθη της Ασίας και τους έβαλε στην πρώτη γραμμή, καθώς ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τους Γερμανούς. Οι άγριες αυτές φυλές επέπεσαν πάνω στους Γερμανούς ως «δάκτυλος του Θεού», όπως παλιά είχε επιπέσει ο Αττίλας, πραγματοποιώντας επιδρομές και λεηλασίες, χωρίς να κάνουν διάκριση ανάμεσα σε στρατιώτες και άμαχο πληθυσμό. Στις 3 Απριλίου 1945, ο Στάλιν μαζί με τον στρατάρχη Ζούκοφ και τον Ιβάν Κόνιεφ, που είχε την προσωνυμία «ο στρατηγός που δεν υποχώρησε ποτέ», κατέστρωσαν τα τελικά σχέδια της μάχης του Βερολίνου. Στο τέλος της σύσκεψης αποφασίστηκε ως ημερομηνία έναρξης της μάχης η 16η Απριλίου. Η ημερομηνία αυτή αποτελούσε άκρως απόρρητη πληροφορία και για το λόγο αυτό ανακοινώθηκε στους δύο στρατάρχες προφορικά. Ο Γκεόργκι Ζούκοφ και ο Ιβάν Κόνιεφ, έσπευσαν να μεταβούν στις διοικήσεις των μετώπων τους. Μολονότι το διάστημα που μεσολαβούσε έως την έναρξη της μάχης ήταν πολύ μικρό, έπρεπε απαραίτητα να χρησιμοποιηθεί για την αναδιοργάνωση και ενίσχυση των σοβιετικών δυνάμεων που τις αποτελούσαν κυρίως Μογγόλοι, που δεν έδειχναν κανένα έλεος στη μάχη. Εντούτοις πολλές από τις μεραρχίες τυφεκιοφόρων του στρατάρχη Ζούκοφ, αριθμούσαν μόλις 3.200 άνδρες, τη στιγμή που η κανονική σύνθεση τους προέβλεπε 10.000 έως 12.000 άνδρες. Ο Στάλιν πλήρωνε έτσι με το ίδιο νόμισμα τους Γερμανούς, που θεωρούσαν τους Ρώσους υπάνθρωπους. Σύμφωνα με τη θεωρία τους Χίτλερ περί Άριας φυλής, μεταξύ των υπανθρώπων περίοπτη θέση κατέχουν οι Σλάβοι, οι οποίοι, αν και έχουν ινδοευρωπαϊκή καταγωγή και οι περισσότεροι από αυτούς είναι ξανθοί και γαλανομάτηδες, κατά τους οπαδούς του ναζισμού είναι μια ράτσα βαθιά μολυσμένη, κατάλληλη για δουλεία στην καλύτερη περίπτωση και για εξάλειψη στη χειρότερη. Ο φόρος αίματος που πλήρωσαν οι Σλάβοι κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έχει σήμερα ξεχαστεί από τον πολύ κόσμο. Σχεδόν 31 εκατομμύρια άνθρωποι (στρατιώτες και πολίτες) έχασαν τη ζωή τους στην Πολωνία, την Τσεχοσλοβακία, τη Γιουγκοσλαβία και τη Ρωσία, ενώ ο συνολικός αριθμός των νεκρών του πολέμου ήταν 60 εκατομμύρια. Οι μισοί επομένως από αυτούς που χάθηκαν ήταν οι σλαβικοί πληθυσμοί τεσσάρων μόνο χωρών. «Κανένα έλεος!» ήταν η διαταγή που είχαν οι Γερμανοί στρατιώτες, όταν βρίσκονταν μπροστά σε Σοβιετικούς. Αυτός είναι και ο λόγος που πολλοί Σοβιετικοί διανοούμενοι, εξόρκιζαν τους Σοβιετικούς στρατιώτες να μη λυπηθούν τη ζωή των Γερμανών, ακόμη και αν επρόκειτο για γυναίκες ή νήπια – και να εκδικηθούν για τα δεινά που υπέστη η χώρα τους από τη γερμανική κατοχή. Ακόμη και ο συνήθως φειδωλός σε δηλώσεις στρατάρχης Ζούκοφ παρότρυνε τους στρατιώτες του να μη δείξουν έλεος στους κατοίκους των γερμανικών πόλεων που θα καταλάμβαναν. Κατά συνέπεια, πολλοί ήταν οι Σοβιετικοί στρατιώτες που διαπνέονταν από το αίσθημα της εκδίκησης. Ο Στάλιν, αναγνωρίζοντας τις θυσίες των Σοβιετικών στρατιωτών της ευρωπαϊκής Ρωσίας, που αντιμετώπισαν την εισβολή των Γερμανών (επιχείρηση «Μπαρμπαρόσα») συμπλήρωσε τα κενά των περισσότερων μονάδων του Κόκκινου Στρατού με Μογγόλους, Καλμούχους, Τατάρους, Κιργίσιους, Αρμένιους, Τσετσένους και Αζερμπαϊτζανούς. Οι άνδρες αυτοί συγκρότησαν τα πρώτα τμήματα εφόδου και σε αυτούς αποδίδεται το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για τους φόνους, τους βιασμούς και τις βιαιοπραγίες που διαπράχθηκαν στο Βερολίνο εναντίον των αμάχων, τόσο κατά τη διάρκεια της μάχης όσο και μετά την κατάληψη της πόλης. Αυτό όμως δεν κράτησε πολύ, καθώς ο Στάλιν απέσυρε τα στρατεύματα αυτά και τα αντικατέστησε με εξευγενισμένους Ρώσους από την ευρωπαϊκή Ρωσία. Αντίθετα απ’ ό,τι πιστεύεται, η μόρφωση των Σοβιετικών αξιωματικών που ήταν απόφοιτοι στρατιωτικών σχολών ήταν υψηλού επιπέδου, ενώ οι περισσότεροι ανώτεροι και ανώτατοι αξιωματικοί γνώριζαν τη γερμανική γλώσσα, την οποία είχαν διδαχθεί στις σχολές πολέμου. Οι αξιωματικοί αυτοί δεν προέβησαν σε βιαιοπραγίες, αντίθετα σε πολλές περιπτώσεις εμπόδισαν τους Σοβιετικούς ασιατικής καταγωγής που είχαν υπό τις διαταγές τους να διαπράξουν βαρβαρότητες. |
|||
Η επέλαση του «Κόκκινου Τυφώνα» Πολλοί Γερμανοί, κάτω από το βάρος της ψυχολογικής πίεσης των βιασμών και των άλλων ωμοτήτων, προτίμησαν να αυτοκτονήσουν. Η είδηση ότι οι Σοβιετικοί πλησίαζαν και θα βίαζαν τις γυναίκες τους, έδιωχνε κάθε αναστολή και φόβο για τον θάνατο. Μια αναφορά της ΝKVD του 1oυ Μετώπου της Λευκορωσίας υπό τον στρατάρχη Ζούκοφ, περιέγραφε με ψυχραιμία την εικόνα που είδαν οι Σοβιετικοί στρατιώτες σε έναν γερμανικό οικισμό. «Σε ένα σπίτι βρήκαμε οκτώ Γερμανούς», έναν γέροντα, πέντε γυναίκες και δύο παιδιά 12-13 χρόνων. Όμοια με πολλούς –εκατοντάδες– άλλους, είχαν αυτοκτονήσει με απαγχονισμό. Ο τρόμος της ύστατης στιγμής ήταν ζωγραφισμένος στα εξογκωμένα μάτια τους. Κάποιοι ντόπιοι μάρτυρες κατέθεσαν πως παρά το γεγονός ότι οι περισσότερες γυναίκες του οικισμού είναι σχετικά ηλικιωμένες, τα θύματα τρομοκρατήθηκαν επειδή οι Ρώσοι στρατιώτες βίαζαν τις Γερμανίδες». Λίγο πριν από τη μεγάλη σοβιετική επίθεση στις ανατολικές επαρχίες του Ράιχ τον Ιανουάριο του 1945, ο στρατηγός Γκουντέριαν κατέδειξε στον Χίτλερ τις γερμανικές αδυναμίες. Σύμφωνα με τον ίδιο, η υπεροχή του Κόκκινου Στρατού εκτιμήθηκε ως εξής: πεζικό 11:1, άρματα μάχης 7:1, πυροβολικό 20:1, αεροπορία 20:1. Η συνάντηση του Γκουντέριαν με τον Χίτλερ στο Τσίγκενμπεργκ δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Ο ηγέτης του Ράιχ επανέλαβε την άποψή του ότι οι υπολογισμοί της υπηρεσίας πληροφοριών ήταν «απολύτως ηλίθιοι» και πως ο άνθρωπος που συνέλεξε τα στοιχεία αυτά θα έπρεπε να κλειστεί σε ψυχιατρικό ίδρυμα! Εκνευρισμένος ο Γκουντέριαν είπε πως το Ανατολικό Μέτωπο ήταν σαν πύργος από τραπουλόχαρτα και αν έσπαγε σε κάποιο σημείο, όλο το υπόλοιπο οικοδόμημα θα κατέρρεε. Ο απογοητευμένος στρατηγός επέστρεψε στο στρατηγείο του βλέποντας την ιδιαίτερη πατρίδα του, την Πρωσία, να απειλείται με καταστροφή. Ωστόσο οι Γερμανοί θα συνέχιζαν τον αγώνα. Η κατοχή και η λεηλασία των οικισμών της Ανατολικής Πρωσίας το περασμένο φθινόπωρο, έδειχνε ξεκάθαρα την τύχη που ανέμενε τον γερμανικό λαό, αν ο «Κόκκινος Τυφώνας» δεν συγκρατείτο. Στις 12 Ιανουαρίου 1945 ο Σοβιετικός Στρατός εξαπέλυσε τη μεγάλη του αντεπίθεση, καλύπτοντας ένα τεράστιο μέτωπο από την Ανατολική Πρωσία έως την Ουγγαρία. |
|||
Το κύριο βάρος της επίθεσης στην Ανατολική Πρωσία και στην κεντρική Πολωνία, με κατεύθυνση τη Σιλεσία, θα αναλάμβαναν το 3ο Λευκορωσικό Μέτωπο του στρατηγού Τσερνιαχόφσκυ, το 2ο Λευκορωσικό Μέτωπο υπό τη διοίκηση του Ροκοσόφσκυ, το 1ο Λευκορωσικό Μέτωπο υπό τον Ζούκοφ και το 1ο Ουκρανικό Μέτωπο υπό τον Κόνιεφ. Πολύ σύντομα, στις 24 Ιανουαρίου, το 3ο Λευκορωσικό Μέτωπο έφθασε σε απόσταση βολής από το Κένιξμπεργκ, την πρωτεύουσα της Ανατολικής Πρωσίας, ενώ ο Ροκοσόφσκυ και ο Ζούκοφ προήλαυναν προς την Πομερανία και την κεντρική Πολωνία. Παρ’ όλο που η Βέρμαχτ περίμενε τη σοβιετική αντεπίθεση, οι αδυναμίες της ήταν μεγάλες και η έλλειψη οργάνωσης και η αβεβαιότητα κυριαρχούσαν στις γερμανικές περιοχές. Ο ιστορικός Άντονι Μπίβορ γράφει σχετικά: «Το πρωί, της 13ης Ιανουαρίου, την ημέρα της επίθεσης του Τσερνιαχόφσκυ, ένα τρένο έτοιμο προς αναχώρηση και με κατεύθυνση το Βερολίνο διατάχθηκε από τη Feldgendarmerie (Στρατιωτική Αστυνομία) να σταματήσει σε κάποιο σταθμό. Οι στρατονόμοι ανακοίνωσαν ουρλιάζοντας τη διαταγή πως όλοι οι στρατιώτες που ανήκαν σε μεραρχίες των οποίων τους αριθμούς επρόκειτο να φωνάξουν, έπρεπε να κατέβουν από το τρένο και να παραταχθούν αμέσως. Οι στρατιώτες που ετοιμάζονταν να φύγουν –πολλοί από τους οποίους δεν είχαν δει τις οικογένειές τους για τουλάχιστον δύο χρόνια– κάθισαν σφίγγοντας τα δόντια, προσευχόμενοι η μεραρχία τους να μην είναι ανάμεσα σε αυτές που θα φώναζαν. Ωστόσο, σχεδόν όλοι, υποχρεώθηκαν να κατέβουν και να παραταχθούν στην αποβάθρα. Όποιος δεν εμφανιζόταν, αντιμετώπιζε την ποινή του θανάτου. Ο νεαρός στρατιώτης Βάλτερ Μπάγερ ήταν ένας από τους λίγους που γλίτωσαν. Χωρίς να μπορεί να πιστέψει την τύχη του, συνέχισε το ταξίδι που θα τον πήγαινε στην οικογένειά του στη Φρανκφούρτη επί του ποταμού Όντερ. Όμως και αυτός έμελλε να βρεθεί σύντομα αντιμέτωπος με τον Κόκκινο Στρατό, πιο κοντά στο σπίτι του απ’ ό,τι είχε ποτέ φανταστεί». Στο μεταξύ, χιλιάδες πανικόβλητοι Γερμανοί πρόσφυγες ακολουθούσαν την καταπονημένη Βέρμαχτ μέσα σε χιονισμένους δρόμους που ήταν γεμάτοι κρατήρες από τις βολές του σοβιετικού πυροβολικού. Στη Βαλτική το Γερμανικό Ναυτικό, με αλλεπάλληλες επιχειρήσεις, μετέφερε σε ασφαλή λιμάνια της Δύσης πρόσφυγες που συνωστίζονταν στις ακτές. Παράλληλα πλήθος αρχείων και θησαυρών μεταφέρθηκε από το Ανατολικό Μέτωπο στο Κρατικό Αρχείο του Μάρμπουργκ και αργότερα στο αλατωρυχείο Γκράσλεμπεν, κοντά στο Χέλμστετ. Εκεί μεταφέρθηκε επίσης με πέντε βαγόνια το Κρατικό Αρχείο του Ντάντσιχ, όπως και το Κρατικό Αρχείο του Κένιξμπεργκ (μέσα σε επτά σιδηροδρομικά βαγόνια) με όλα τα έγγραφα του Γερμανικού Τάγματος και των Δουκών της Πρωσίας. Στην Ανατολή και στη Δύση οι Γερμανοί αγωνίζονταν με τη μαχητικότητα που διακρίνει τη φυλή τους. Είναι χαρακτηριστική μια αναφορά που συνέταξε ένας καθοδηγητής του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος τον Δεκέμβριο του 1944 περιγράφοντας την κατάσταση στο Δυτικό Μέτωπο: «Όσο περισσότερο παρακολουθεί κάποιος τη 19η Στρατιά στις σκληρές μάχες που δίνει στην Αλσατία, τόσο αυξάνεται ο θαυμασμός του για μια πολεμική κοινότητα που σε τελική ανάλυση δεν είναι τακτικός στρατός αλλά ένα ετερόκλητο πλήθος. Είναι εκπληκτικό, παρ’ όλα αυτά, ότι από αυτό το πλήθος ξεπήδησε ένας συνεκτικός οργανισμός. Ακόμα και η ισχυρότερη βούληση καταρρέει στον αδιάκοπο πόλεμο. Πολλά άτομα βρίσκονται στα όρια της αντοχής τους. Εάν μπορούσε κάποιος να τους εξασφαλίσει δύο ημέρες ύπνου, θα ήταν διαφορετικά. Εξαιτίας των απωλειών, υπάρχουν συντάγματα των 80-150 ανδρών. Το γεγονός ότι τέτοιες μονάδες μπορούν ακόμα να επιτίθενται, είναι διπλά εντυπωσιακό. Παντού ο αποφασιστικός παράγοντας είναι η ατομική απόδοση των μαχητών. Πολλοί αξιωματικοί το έχουν πάρει απόφαση ότι η ζωή τους τελειώνει και θέλουν να την πουλήσουν ακριβά». |
|||
Έρχονται οι Ρώσοι! Στις 20 Ιανουαρίου 1945, η διοίκηση της γερμανικής Ομάδας Στρατιών Α, που αμυνόταν στην περιοχή της Σιλεσίας, πέρασε στα χέρια του στρατηγού Σαίρνερ. Ο Φέρντιναντ Σαίρνερ είχε τη φήμη του σκληρού και θαρραλέου εθνικοσοσιαλιστή μαχητή. Γράφει σχετικά ο Γκαίμπελς: «Ο Σαίρνερ δεν είναι ο τύπος του στρατηγού της πολυθρόνας ή των επιτελικών γραφείων. Περνά το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας του κοντά στα μάχιμα στρατεύματα, με τα οποία αναπτύσσει αμοιβαία εμπιστοσύνη, αν και είναι εξαιρετικά αυστηρός. Επιδεικνύει ιδιαίτερη σκληρότητα στο θέμα των «επαγγελματιών φυγόπονων», όπως περιγράφει εκείνους που συστηματικά προσπαθούν να αποφύγουν τη μάχη και τις δύσκολες καταστάσεις και εξαφανίζονται επιδέξια στα μετόπισθεν εφευρίσκοντας διάφορες δικαιολογίες. Η μέθοδός του σχετικά με αυτούς τους τύπους είναι αρκετά βάρβαρη. Τους κρεμά στο πλησιέστερο δένδρο, τοποθετώντας πάνω τους μια πινακίδα που γράφει: «Είμαι λιποτάκτης και έχω αρνηθεί να υπερασπιστώ τις Γερμανίδες και τα παιδιά τους». Ωστόσο, ακόμα και ο «σκληρός» Σαίρνερ δεν μπόρεσε να υπερασπιστεί τη Σιλεσία. Στα μέσα Φεβρουαρίου η μεγάλη πόλη του Μπρέσλαου είχε πλήρως αποκοπεί και μέσα σε αυτήν είχαν παγιδευτεί 35.000 Γερμανοί στρατιώτες, 15.000 πολιτοφύλακες της VoIkssturm και 80.000 άμαχοι. Ο στρατάρχης Ιβάν Κόνιεφ αναφέρει στα απομνημονεύματά του: «Ολόκληρος ο θύλακας έμοιαζε να κοχλάζει Οι μονάδες της κυκλωμένης φρουράς χτυπούσαν εδώ και εκεί αναζητώντας απεγνωσμένα μια έξοδο. Μερικές φορές πολεμούσαν απελπισμένα, αλλά συνήθως παραδίδονταν. Ένας τεράστιος αριθμός οχημάτων και ζωήλατων κάρων γεμάτων με ανθρώπους προκάλεσε συμφόρηση στους δρόμους νοτιοδυτικά του Μπρέσλαου. Έχοντας χάσει κάθε ελπίδα να βρει έστω και μια μικρή έξοδο, το πλήθος αυτό επέστρεψε αργά στην πόλη. Η πολιορκία του Μπρέσλαου θα διαρκούσε 77 αγωνιώδεις ημέρες. Στον βορρά, στην Πομερανία, η κατάσταση ήταν ανάλογη. Μια Γερμανίδα που διέφυγε στα δυτικά κατέθεσε: «Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι δεν μπόρεσαν να φύγουν μέσω του ποταμού Όντερ. Γέμισαν τους επαρχιακούς δρόμους, τα χωράφια, τα δάση, τα μονοπάτια. Τίποτε δεν μπορούσε να συγκρατήσει τους Ρώσους. Στο δικό μας χωριό έφθασαν την 1η Μαρτίου (σ.σ. 1945). Όλα τα σπίτια λεηλατήθηκαν και όλες οι γυναίκες, από τη γηραιότερη μέχρι τα δωδεκάχρονα κορίτσια, ατιμάσθηκαν. Όλες, χωρίς καμία εξαίρεση, είχαμε την ίδια μοίρα… Την επόμενη ημέρα βρήκαμε κάποιες νέες γυναίκες κρεμασμένες μαζί με τα παιδιά τους, επειδή δεν άντεχαν να εκτίθενται ξανά και ξανά σε αυτόν τον εξευτελισμό. Μια νεαρή δασκάλα από το χωριό Κριστ είχε κρυφτεί στο δάσος, αλλά τη βρήκαν. Ολόγυμνη την έσυραν πίσω στον επαρχιακό δρόμο, όπου έπεσαν επάνω της δεκάδες στρατιώτες, ο ένας μετά τον άλλον… Επτά μέρες μετά την κατάληψη του χωριού, μας είπαν ότι έπρεπε να το εγκαταλείψουμε μέσα σε δέκα λεπτά! Εννιακόσιοι άνθρωποι ξεκινήσαμε την πορεία μέσα στο χιόνι. Θα μας πήγαιναν για καταναγκαστική εργασία στα ανατολικά. Ήταν φρικτή κατάσταση. Περπατούσαμε μέσα στη βροχή και στο χιόνι. Όποιος έπεφτε, πήγαινε χαμένος. Κοιμόμασταν σε λεηλατημένες και εγκαταλειμμένες αγροικίες, στο χώμα, στα άχυρα, στο δάσος. Όποιος Ρώσος ήθελε, ερχόταν όποτε ήθελε και έπαιρνε όποια γυναίκα επιθυμούσε μπροστά στα μάτια των άλλων… Στις 9 Μαρτίου μας ανέβασαν σε ένα μεταφορικό όχημα, κυρίως γυναίκες. Δουλεύαμε ασταμάτητα από το πρωί στις 6 μέχρι το βράδυ στις 9. Κάθε τόσο ερχόταν ένας στρατιώτης να ικανοποιήσει τα ένστικτά του με κάποια από εμάς. Ακόμα και μέσα στη νύκτα ξυπνούσαμε από τις κραυγές, τα ουρλιαχτά, που μαρτυρούσαν την παρουσία των στρατιωτών και την τύχη των γυναικών. Όταν τελικά έφθασα στο χωριό, στο οποίο ήμουν για τελευταία φορά με τον άνδρα μου, οι άλλες γυναίκες μου είπαν ότι όλοι οι άνδρες ηλικίας 15-60 ετών είχαν απαχθεί, Περίπου 2.000 άνδρες δεν τούς ξαναείδαμε ποτέ, ούτε ακούσαμε κάτι, ούτε μάθαμε κάτι για την τύχη τους». Η Ρίτα Μίλερ από το Ντάντσιχ δεν είχε διαφορετική τύχη. Η ίδια περιέγραψε τις εμπειρίες της ως εξής: «Το όνομά μου είναι Ρίτα Μίλερ και κατάγομαι από το Ντάντσιχ. Ζήσαμε την εισβολή των Ρώσων στο σπίτι μας. Ήμουν 17 ετών τότε. Ο πατέρας μου εργαζόταν στο εργοστάσιο μπύρας Ρίχαρντ Φίσερ στο Ντάντσιχ και δεν είχε κληθεί στη Βέρμαχτ. Λίγο πριν καταλάβουν οι Ρώσοι το Ντάντσιχ (Μάρτιος 1945 ) επιχειρήσαμε να διαφύγουμε μαζί με δύο Γερμανούς στρατιώτες πάνω σε ένα κάρο, προς το εσωτερικό της πόλης. Τα ρωσικά αεροπλάνα όμως ανατίναξαν τις γέφυρες και εγκλωβιστήκαμε. Ο πατέρας μου και ο 9χρονος αδελφός μου αποκόπηκαν και έμειναν πίσω. Η μητέρα μου και ο μικρότερος αδελφός μου –που ήταν τότε πέντε ετών– τρύπωσαν σε ένα αντιαεροπορικό καταφύγιο στο κέντρο του Ντάντσιχ, όπου υπήρχαν πολλοί τραυματίες στρατιώτες. Η μητέρα μου τραυματίσθηκε από ένα βλήμα και για μερικές ημέρες δεν μπορούσε να μιλήσει. Δεν υπήρχε τίποτε από φαγητό, μόνο πάρα πολλά τσιγάρα. Εκεί η μητέρα μου άρχισε το κάπνισμα, εγώ δεν μπόρεσα να το μάθω ποτέ. »Ύστερα από πολλές αεροπορικές επιδρομές, εισέβαλαν οι Ρώσοι στο καταφύγιο. Μας έβγαλαν με τη βία έξω. Ήμουν μόλις 17 ετών, χωρίς καμία σεξουαλική εμπειρία. Με άρπαξαν από τη μητέρα μου και τον αδελφό μου, ενώ ένας Ρώσος σημάδευε τη μητέρα μου με ένα πιστόλι. Ένας από αυτούς με οδήγησε σε ένα φυλάκιο και με βίασε. Το επόμενο πρωινό συγκέντρωσαν πολλά νέα κορίτσια και τα κλείδωσαν σε ένα σπίτι. Εμένα με οδήγησαν σε μια φυλακή της Βέρμαχτ στο Γκράουντενς. Είδα πολλούς νέους και ηλικιωμένους, απαγχονισμένους στο δρόμο ( … ). Όσους δεν μπορούσαν να βαδίσουν, απλά τους τουφέκιζαν. Στο Γκράουντενς με κλείδωσαν με άλλα τέσσερα κορίτσια σε ένα κελί. Μια φορά την ημέρα μας έδιναν λίγο ψωμί και σούπα. Στο προαύλιο της φυλακής όπου μας επιτρεπόταν να κάνουμε έναν καθημερινό περίπατο, υπήρχαν Ρωσίδες φύλακες οι οποίες μας επέβλεπαν. Μας τρομοκρατούσαν λέγοντας ότι θα μας στείλουν στη Σιβηρία». Στις 22 Ιανουαρίου οι Ρώσοι εισέβαλαν στο Αλενστάιν και στις 23 του μήνα η 5η Τεθωρακισμένη Στρατιά Φρουρών κατέλαβε το Έλμπινγκ. Σε ολόκληρη την έκταση του μετώπου τα ρωσικά τεθωρακισμένα και το πεζικό είχαν αποδυθεί σε μια θανάσιμη σύγκρουση, ανάμεσα σε πλήθη προσφύγων οι οποίοι έφευγαν προς τα δυτικά υπό πολύ αντίξοες συνθήκες, λόγω του χειμώνα. Γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι κουβαριασμένοι μέσα σε φάλαγγες από κάρα φορτωμένα με προμήθειες, τραγικές φιγούρες που αργοσέρνονταν στο χιόνι, είχαν αποδεκατιστεί από τα σοβιετικά Τ-34. Ένας Σοβιετικός αξιωματικός, περιγράφοντας την ερήμωση που συνάντησε η μονάδα του στην ύπαιθρο όταν πέρασαν τα σύνορα και εισέβαλαν στην Ανατολική Πρωσία, είπε ότι οι μόνοι άμαχοι που συνάντησαν ήταν δύο γέροι, τους οποίους οι άνδρες του σκότωσαν με τις ξιφολόγχες τους. Όταν κάποιοι από τους αμάχους έκαναν την ανοησία να διαμαρτυρηθούν για τις λεηλασίες, οι στρατιώτες τους πυρπόλησαν τα σπίτια. Σε κάποια πόλη της Ανατολικής Πρωσίας, η οποία είχε καταληφθεί από τη μονάδα του λοχαγού Βασίλι Κριλόφ, εμφανίστηκαν μερικές Ρωσίδες καταδικασμένες από τους Γερμανούς σε καταναγκαστικά έργα και προσπάθησαν να εξηγήσουν πόσο μεγάλη διαφορά υπήρχε ανάμεσα στους καλούς και στους κακούς Γερμανούς. Ένας Ρώσος αξιωματικός αποκρίθηκε ωμά: «Δεν έχουμε καιρό να ταξινομήσουμε τους φασίστες». Η επίσκεψη του Γκαίρινγκ Στις αρχές Φεβρουαρίου, ο Αυστριακός συνταγματάρχης των SS, Ότο Σκορτσένυ, εκλήθη να αναλάβει την άμυνα του προγεφυρώματος του Σβεντ επί του ποταμού Όντερ. Είχε στη διάθεσή του μια δύναμη 15.000 ανδρών αποτελούμενη από Γερμανούς, Νορβηγούς, Δανούς, Ολλανδούς, Βέλγους και Γάλλους εθελοντές των Waffen SS. Η υπεροχή του εχθρού σε πεζικό, άρματα μάχης, πυροβολικό κα αεροπορία ήταν 15:1. Παρά τους καταθλιπτικούς αριθμούς, οι Γερμανοί αμύνθηκαν. Τέσσερις παλαιοί σύντροφοι του Σκορτσένυ, που συμμετείχαν μαζί του στην απελευθέρωση του Μουσολίνι στο Γκραν Σάσο της Ιταλίας, σκοτώθηκαν σε μάχες σώμα με σώμα, όμως το μέτωπο κράτησε για λίγες ημέρες. Ενθαρρυμένος από την προσωρινή ανάπαυλα, ο Χέρμαν Γκαίρινγκ επισκέφθηκε τον Σκορτσένυ στο Σβεντ: «Στον σταθμό διοίκησής μου στο Σβεντ», γράφει ο Σκορτσένυ, «συνάντησα αιφνιδιαστικά τον στρατάρχη Γκαίρινγκ. Το επιτελείο του τηλεφωνούσε συχνά για να πληροφορηθεί πώς εξελίσσεται η κατάσταση. Ερχόταν, είπε, ως γείτονας. Η περίφημη έπαυλή του στο Κάρινχολ βρισκόταν λίγο δυτικότερα. Ο στρατάρχης δεν ήλθε με λαμπρή στολή και δεν έφερε διακριτικά στο γκρίζο του χιτώνιο. Ήθελε να είναι στο μέτωπο και, κατά τη γνώμη μου, τίποτε δεν μπορούσε να του αλλάξει γνώμη. Ένας στρατηγός από τη συνοδεία του, όμως, μου ψιθύρισε: “Θα είναι υπ’ ευθύνη σας”! Μόλις
σκοτείνιασε,
διέταξα τα
οχήματα να
σταματήσουν
στον δρόμο
προς το
Νίντερκρονιγκ
και
συνεχίσαμε
πεζοί. Μερικές
φορές πέφταμε
στο παγωμένο
έδαφος, όταν
κάποιο βλήμα
πυροβολικού
του εχθρού
έπεφτε κοντά
μας. Είχε νυχτώσει τελείως, όταν συνόδευσα τον Γκαίρινγκ στη μεγάλη γέφυρα του Όντερ. “Δεν πρέπει να περάσουν τον Όντερ το πρωί από εδώ”, μου είπε. “Ποτέ, όσο μπορούμε να αμυνόμαστε, στρατάρχα!” του απάντησα». Η πτώση του Πόζεν Στις 18 Φεβρουαρίου έπεσε το Πόζεν (τότε Πρωσία, σήμερα Πολωνία). Η μικρή γερμανική φρουρά, αποκομμένη 200 περίπου χιλιόμετρα μακριά από τις φίλιες γραμμές, αντιστάθηκε μέχρις εσχάτων. Οι Σοβιετικοί πέρασαν χρησιμοποιώντας φλογοβόλα και χειροβομβίδες και έδωσαν μάχες σώμα με σώμα για να εκκαθαρίσουν τις συνοικίες της γερμανικής πόλης. Στον τελευταίο θύλακα που αντιστεκόταν, ο Γερμανός διοικητής, υποστράτηγος Ερνστ Γκόμελ, ξάπλωσε πάνω σε μια σημαία με τη σβάστικα στο δωμάτιό του και αυτοκτόνησε. Η φρουρά παραδόθηκε. Ακολούθησαν οι λεηλασίες και οι βιασμοί που ήταν συνώνυμα πια με την προέλαση του Κόκκινου Στρατού. Στο Σβερίν συνέβη το ίδιο. Γράφει σχετικά ο Ρωσοεβραίος συγγραφέας Βασίλι Γκρόσμαν, που ακολουθούσε τους Σοβιετικούς ως ανταποκριτής της εφημερίδας «Krasnaya Zvezda» (Ερυθρός Αστέρας): «Καίγονται τα πάντα. Γίνονται λεηλασίες. Στον Γκέχμαν κι εμένα έδωσαν ένα σπίτι που σώθηκε. Τα πάντα είναι στη θέση τους, η κουζίνα είναι ακόμη ζεστή, πάνω της ένα τσαγιερό με νερό που δεν πρόλαβε να κρυώσει. Είναι προφανές ότι οι ιδιοκτήτες μόλις το εγκατέλειψαν. Οι ντουλάπες είναι γεμάτες πράγματα. Απαγορεύω κατηγορηματικά (σε όσους είναι μαζί μου) να τα αγγίξουν. Έρχεται ο διοικητής (της πόλης), ζητά την άδειά μου να εγκαταστήσει στο σπίτι έναν συνταγματάρχη του Γενικού Επιτελείου, ο οποίος μόλις έφθασε. Φυσικά το επιτρέπω. Ο συνταγματάρχης είναι έξοχος! Ένα θαυμάσιο ρωσικό πρόσωπο! Όλη τη νύκτα από το δωμάτιο του συνταγματάρχη που αναπαύεται, ακούγονται θόρυβοι. Το πρωί έφυγε δίχως να μας χαιρετήσει. Μπαίνουμε στο δωμάτιό του. Χάος! Ο συνταγματάρχης έχει αδειάσει τις ντουλάπες σαν γνήσιος πλιατσικολόγος… Μια ηλικιωμένη αυτοκτόνησε πέφτοντας από ένα φλεγόμενο κτίριο. Μπαίνουμε σε ένα σπίτι. Στο πάτωμα, μέσα σε μια λίμνη αίματος, κείτεται πυροβολημένος από πλιατσικολόγους ένας γέροντας. Στην έρημη αυλή, κλουβιά με κουνέλια και περιστέρια. Για να τα γλιτώσουμε από τη φωτιά, ανοίγουμε τις πόρτες των κλουβιών. Δύο παπαγάλοι, ψόφιοι σε ένα κλουβί. Στο γραφείο του διοικητή (της πόλης), μια ομάδα Γάλλων αιχμαλώτων πολέμου παραπονιέται ότι κάποιοι στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού τους πήραν τα ρολόγια, δίνοντάς τους ένα ρούβλι για κάθε ρολόι. Μια μαυροντυμένη Γερμανίδα με παγωμένα χείλη, μιλάει με φωνή που μόλις ακούγεται. Μαζί της έχει ένα κορίτσι με μαύρες και μοβ αμυχές στον λαιμό και στο πρόσωπο, ένα μάτι πρησμένο, φοβερές μελανιές στα χέρια. Αυτό το κορίτσι το βίασε ένας στρατιώτης του λόχου διαβιβάσεων του Γενικού Επιτελείου. Είναι κι αυτός εδώ, ροδοκόκκινος, χοντρός, νυσταλέος. Ο διοικητής κάνει νωχελικά την ανάκριση. Τρομερά πράγματα συμβαίνουν στις Γερμανίδες. Ένας διανοούμενος, η γυναίκα του οποίου έτυχε να δεχτεί τις «επισκέψεις» των στρατιωτών του Κόκκινου Στρατού, με τη βοήθεια εκφραστικών χειρονομιών και μιλώντας σπασμένα ρωσικά εξηγεί ότι σήμερα η γυναίκα του βιάσθηκε από δέκα άνδρες. Η κυρία βρίσκεται κι αυτή εδώ… Μας αφηγούνται πώς βίαζαν στον αχυρώνα μια μάνα που ήταν λεχώνα. Οι συγγενείς της έμπαιναν στον αχυρώνα και παρακαλούσαν τους βιαστές να την αφήσουν για λίγο ελεύθερη, επειδή το πεινασμένο βρέφος έκλαιγε». Η Πομερανία φλέγεται Η Πομερανία («παραθαλάσσια») βρίσκεται στην ακτή της Βαλτικής Θάλασσας, εκατέρωθεν του ποταμού Όντερ. Οι κυριότερες πόλεις είναι το Στετίνο και το λιμάνι του Ντάντσιχ (Γκντανσκ). Την περιοχή υπερασπιζόταν το 500ο Τάγμα Αλεξιπτωτιστών των των Waffen SS, υπό τον συνταγματάρχη Ότο Σκορτσένυ. Τον Μάρτιο οι Σοβιετικές στρατιές συνέτριψαν τους γερμανικούς θύλακες αντίστασης στην Ανατολική και στη Δυτική Πρωσία και εισέβαλαν στην Πομερανία. Το Κόλμπεργκ έπεσε στις 18 Μαρτίου και το Ντάντσιχ 12 ημέρες αργότερα. Παντού επικρατούσε εικόνα ερήμωσης. Ο Χανς Γκλιέβε, μαθητής από το Ντάντσιχ, περιέγραψε τις τελευταίες δραματικές ώρες λίγο πριν από τη ρωσική προέλαση: «Νομίζω πως δεν θα ξεχάσω ποτέ όσο ζω εκείνη την ημέρα, 9 Μαρτίου, στο Ντάντσιχ… Είχαμε βρει ένα μέρος να μείνουμε… Στις επτά το απόγευμα άρχισαν να ουρλιάζουν οι σειρήνες. Ο βομβαρδισμός άρχισε αμέσως μετά. Το πάτωμα σείστηκε και τα παράθυρα άρχισαν να τρίζουν. Κατεβήκαμε γρήγορα τα σκαλοπάτια και τρέξαμε προς το κοντινότερο αντιαεροπορικό καταφύγιο. Ήταν τόσο γεμάτο από κόσμο, ώστε μόλις και μετά βίας μπορέσαμε να στριμωχτούμε κι εμείς μέσα. Αρκετές εκατοντάδες πρόσφυγες ζούσαν εκεί μέσα για αρκετές μέρες. Όταν τελικά ξεθαρρέψαμε και βγήκαμε έξω, ο ουρανός ήταν κόκκινος και πάνω από τα σπίτια υπήρχαν στήλες μαύρου καπνού. Τότε είδαμε ότι καιγόταν και το δικό μας σπίτι. Είχαμε αφήσει μέσα τις βαλίτσες μας… Το επόμενο πρωί ξαναβγήκαμε έξω στους κατεστραμμένους δρόμους κι αναζητήσαμε κάποιο άλλο μέρος για να μείνουμε. Βρήκαμε έναν γνωστό και μας πήρε στο σπίτι του. Κοιμηθήκαμε στο πάτωμα. Η μητέρα μου ήταν έξω σχεδόν όλη μέρα ψάχνοντας να βρει κάτι να φάμε. Εκείνη τη νύκτα ήρθαν κι άλλοι πρόσφυγες κι ήθελαν να τρυπώσουν μέσα. Αργά τη νύκτα ήρθε μια γυναίκα μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά της. Το πρόσωπο του μωρού ήταν άσπρο, το δέρμα του έδειχνε διάφανο, ρυτιδιασμένο. Το δεξί πόδι του μωρού ήταν κομμένο από ψηλά και το κολοβό μέρος ήταν τυλιγμένο με ματωμένα κουρέλια… Στο γερμανικό λιμάνι του Γκότενχαφεν τις πρώτες ημέρες του Μαρτίου οι διεισδύσεις των Σοβιετικών έφθασαν στις παρυφές της πόλης. Βροχή από οβίδες έπεφτε κατά των αμάχων που είχαν κλειστεί στα υπόγεια και στα καταφύγια. Από τη θάλασσα το Γερμανικό Ναυτικό με τα βαριά πυροβόλα του προσπαθούσε να αναχαιτίσει την ρωσική προέλαση, καθώς χιλιάδες πρόσφυγες και τραυματίες κατέκλυζαν μέσα στην απελπισία τους το λιμάνι αναζητώντας κάποιο πλοίο. Ο κεντρικός άξονας που κατηφόριζε έως την προκυμαία είχε γεμίσει με τεράστιους κρατήρες από το συνεχές σφυροκόπημα του σοβιετικού πυροβολικού. Τα περισσότερα κτίρια είχαν ισοπεδωθεί και μια αφόρητη οσμή από αέρια και καμένη ύλη έπνιγε τα πάντα. Στις άκρες των δρόμων υπήρχαν εγκαταλειμμένα όπλα και πτώματα. Ο συγγραφέας Γκυ Σαζέρ, που τότε υπηρετούσε στη Μεραρχία «Gross-DeutschIand», θυμάται την κόλαση του Γκότενχαφεν: «Βοηθήσαμε ηλικιωμένους ανθρώπους που οι νεώτεροι είχαν εγκαταλείψει μπροστά στην επέλαση των Σοβιετικών. Μέσα στη νύκτα που φεγγοβολούσε ο πόλεμος, νιώθαμε πως γι’ άλλη μια φορά είχαμε κάνει το καθήκον μας. Σηκώσαμε στα χέρια και μεταφέραμε τους γέροντες στο λιμάνι, όπου ένα πλοίο είχε έρθει για να τους μεταφέρει. Τα αεροπλάνα δυστυχώς δεν έπαψαν να τριγυρνούν. Ακολουθώντας τις φωτιές που έκαιγαν ακόμη στα ερείπια στην άκρη του δρόμου, έσπειραν τον θάνατο πάνω από την αυταπάρνησή μας. Σκότωσαν καμιά δεκαπενταριά. Προσπαθούσαμε με κάθε τρόπο να τραβήξουμε τα γεροντάκια, αλλά δεν μπορούσαν ν’ ακολουθήσουν…» Το πιο τραγικό απ’ όλα ήταν το γεγονός ότι εβδομάδες ολόκληρες μετά το τέλος του πολέμου, πόλεις όπως το Ντάντσιχ υπέστησαν μια ανεξήγητη καταστροφή από τον εχθρό. Παρ’ όλο που οι Σοβιετικοί γνώριζαν πως η συγκεκριμένη πόλη θα κατέληγε στα χέρια των Πολωνών, στις 26 Μαΐου 1945 προέβησαν στον εμπρησμό του παλαιού τομέα. Πανέμορφες εκκλησίες γοτθικού ρυθμού, όπως αυτές του Αγίου Βαρθολομαίου, της Αγίας Αικατερίνης και του Αγίου Ιωάννη που είχαν πληγεί από τους βομβαρδισμούς, υπέστησαν ολοκληρωτική καταστροφή. Ο Στάλιν είχε κερδίσει τον πόλεμο εναντίον του Τρίτου Ράιχ, αλλά επιθυμούσε να ολοκληρωθεί ο αγώνας εναντίον του κακού που αναγόταν στο γερμανικό παρελθόν. Όπως παρατήρησε πολύ εύστοχα ο ιστορικός Γιέργκ Φρίντριχ: «Στην αρχή του πολέμου κυκλοφορούσε, κάπως άκομψα, το σλόγκαν “Δεν θέλω να πεθάνω για το Ντάντσιχ”. Τελικά, όμως, έπρεπε να πεθάνει το Ντάντσιχ… Οι επιτιθέμενοι κατόρθωσαν να “νικήσουν” τις αποθήκες αγαθών, καθώς και πολυπληθείς αριστοκρατικές οικίες οι οποίες ήταν παρατεταγμένες σε σειρά στον δρόμο και τελικά ισοπεδώθηκαν». Ανακεφαλαιώνοντας Το δόγμα του Χίτλερ ότι οι άνθρωποι χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, στους κανονικούς ανθρώπους και στους υπανθρώπους, και ότι μεταξύ των υπανθρώπων περίοπτη θέση κατέχουν οι Σλάβοι, με αποτέλεσμα κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο να σλαβικοί λαοί να πληρώσουν βαρύ φόρο αίματος, με σχεδόν 31 εκατομμύρια νεκρούς, καθώς και η εισβολή των Γερμανών στη Ρωσία (επιχείρηση Μπαρμπαρόσα) έκανε τους Σοβιετικούς να στρατολογήσουν άνδρες από τις άγριες φυλές στα βάθη της Ασίας προκειμένου να αντιμετωπίσουν την γερμανική λαίλαπα. Το αποτέλεσμα ήταν η συμπεριφορά των περισσοτέρων ανδρών του Σοβιετικού Στρατού στις καταληφθείσες γερμανικές περιοχές να ξεπεράσει τα όρια της βαρβαρότητας. Οι άνδρες αυτοί προέβησαν σε βιασμούς ανυπεράσπιστων γυναικών και εκτελέσεις άοπλων πολιτών, γερόντων, τραυματιών και αναπήρων. Είναι χαρακτηριστικό ότι εκτέλεσαν επί τόπου όλους τους τραυματίες του Γερμανικού Στρατού που νοσηλεύονταν στο γενικό νοσοκομείο του Κένιξμπεργκ (σημ. Καλίνινγκραντ). Για αρκετές ημέρες οι γυναίκες της πόλης με αξίνες και φτυάρια άνοιγαν ομαδικούς τάφους για τις χιλιάδες των θυμάτων. Υπολογίζεται ότι περισσότερες από 2.000.000 Γερμανίδες βιάσθηκαν από άνδρες του Σοβιετικού Στρατού που λεηλατούσαν και έσφαζαν σε ρυθμούς που τους επιβράδυνε μόνο το φοβερό κρύο του τελευταίου χειμώνα του πολέμου. Και όταν έληξε η μάχη του Βερολίνου, κατά την οποία οι Σοβιετικοί είχαν 80.000 νεκρούς, ο Στάλιν αντικατέστησε αυτά τα άγρια στρατεύματα με άλλα από την ευρωπαϊκή Ρωσία. Ο Βλαντίμιρ Γκέλφαντ, ένας εβραίος από την Κεντρική Ουκρανία που υπηρέτησε ως υπολοχαγός στον Κόκκινο Στρατό, σημείωνε στο ημερολόγιό του όλα όσα έβλεπε και βίωνε. «Οι αιχμάλωτες γερμανικές θηλυκές γάτες δήλωσαν ότι ήθελαν να πάρουν εκδίκηση για τους νεκρούς συζύγους τους. Πρέπει να τις αφανίσουμε δίχως έλεος. Οι στρατιώτες μας προτείνουν να τις ανασκολοπίσουμε μέσω των γεννητικών οργάνων τους αλλά εγώ απλά θα τις εκτελούσα», γράφει χαρακτηριστικά. Οι πιο αποκαλυπτικές όμως από τις περιγραφές του Βλαντίμιρ Γκέλφαντ αφορούν το διάστημα κατά το οποίο τα σοβιετικά στρατεύματα βρίσκονταν στο Βερολίνο. Μια μέρα, καθώς ο Γκέλφαντ έκανε ποδήλατο κατά μήκος του ποταμού Σπρέε, συνάντησε μια ομάδα Γερμανίδων οι οποίες ήταν φορτωμένες με βαλίτσες και δέματα. Μιλώντας σπαστά γερμανικά, τις ρώτησε πού πήγαιναν και γιατί εγκατέλειψαν τα σπίτια τους. «Με τον τρόμο αποτυπωμένο στα πρόσωπά τους, μου είπαν τι είχε συμβεί την πρώτη νύχτα μετά την άφιξη του Κόκκινου Στρατού», σημειώνει στο ημερολόγιό του ο σοβιετικός αξιωματικός. |
|||
© ProNews
GESCHICHTE | |||
|
|||
Schlesien 1945: Mit der ethnischen Säuberung werden die Deutschen erstmals für ihre Verbrechen im Zweiten Weltkrieg bestraftIm Herbst 1944 erreichten die Streitkräfte der Roten Armee die Ostgrenzen des Reiches. In den folgenden Monaten erlebten Ostpreußen, Pommern und Schlesien die schockierendste Tragödie, die das deutsche Volk im Zweiten Weltkrieg erlebte und die zur Vertreibung von Ostpreußen, Pommern und Schlesien führte der germanischen Bevölkerung aus ihren angestammten Häusern |
|||
Als die Rote Armee im Januar 1945 endlich die Grenzen des Reiches erreichte, hatte sie viele Gründe, sich zu rächen. Die Führer hatten die Grausamkeiten der Wehrmacht und der SS in allen Einzelheiten in Russland verbreitet. Das Ergebnis war das schrecklichste Blutbad der Geschichte, mit gepanzerten Fahrzeugen, die unter ihren schleichenden Flüchtlingsphalanxen zerschmetterten, Gruppenvergewaltigungen, Plünderungen und Zerstörungen. |
|||
Tausende Frauen und Kinder starben an der Kälte oder wurden massakriert, weil die Führer der NSDAP die Evakuierung von Zivilisten verboten hatten, weil sie sich nicht mit einer Niederlage abfinden wollten. |
|||
Mehr als sieben Millionen Menschen flohen aus Angst vor Repressalien der Roten Armee in den Westen. Aber nicht jeder hatte das gleiche Schicksal. Einige litten unerträglich, andere wurden auf wundersame Weise gerettet. |
|||
Dieses moralische Chaos war das Ergebnis eines gigantischen Kampfes zwischen zwei Tyrannen, denen das Leben ihrer Gläubigen egal war. Die
Nazis schickten vierzehnjährige Jungen auf Fahrrädern gegen
sowjetische Panzer auf Selbstmordmissionen, während SS-Trupps, als
die Rote Armee Berlin umzingelte, die Stadt durchkämmten und jeden
Mann, der nicht am richtigen Platz war, auf der Stelle hinrichteten
oder hängten. |
|||
«Soldaten der Roten Armee … töten, töten!“ Es gibt nichts Gutes an der deutschen Rasse. Befolgen Sie den Rat des Genossen Stalin. Töte das faschistische Biest in seinem Versteck für immer! Vergewaltigung der deutschen Frauen und Demütigung ihres Rassenstolzes … Tötung. Tötet, glorreiche Soldaten der Roten Armee.». |
|||
Nemersdorf 20./21. Oktober 1944: Die Anatomie eines Massakers Am
19. Oktober 1944 marschierten sowjetische Vorhuten in die
ostpreußischen Provinzen Goldup und Gubinen ein. Zwei Wochen
später, am 5. November, eroberte die deutsche 4. Armee die
Grenzdörfer zurück. Was er in dem kleinen Dorf Nemersdorf und
dann in den umliegenden Dörfern erlebte, überstieg die
Grenzen menschlicher Vorstellungskraft und Barbarei. |
|||
«...Enthauptungen und Hinrichtungen von Gefangenen waren in den von mir besuchten Gebieten an der Tagesordnung.“ In Brauersdorf sah ich zwei Arbeiter erschlagen. Mir wurde gesagt, dass es sich um ehemalige Kriegsgefangene französischer Herkunft handelte. Unweit davon wurden 30 tote deutsche Kriegsgefangene der Wehrmacht gefunden. Es ist unnötig, den Anblick der Ermordeten zu beschreiben». Ein
Augenzeuge, Joachim Reiss, beschrieb die Ereignisse wie folgt:
„Nach einem deutschen Gegenangriff stabilisierte sich die Front
und der Feind zog sich auf seine Stützpunkte zurück. Nach der
Meldung (in den frühen Morgenstunden des 21. Oktober 1944) machten
wir uns auf den Weg nach Nemersdorf... Links und rechts auf den
angrenzenden Feldern lagen Leichenberge. Auf dem ersten Bauernhof, den wir trafen, sahen wir links von der Straße neben einer Kutsche vier nackte Frauen mit gefesselten Händen. Etwas weiter unten, im Gasthaus „Roler Krug“, holten wir zwei nackte Frauen, die mit Nägeln gekreuzigt worden waren, von der Tür herunter. Als wir dann die Häuser durchsuchten, fanden wir insgesamt 72 Frauen und Kinder, die schrecklich entstellt waren. Die meisten waren mit einem harten Gegenstand ermordet worden. In einem Sessel fanden wir eine alte Frau tot. Die Hälfte ihres Kopfes fehlte. Offenbar war es mit einer Axt oder einem Spaten getroffen worden. Die Leichen wurden auf den Dorffriedhof gebracht, wo sie drei Tage lang unbestattet blieben. Am vierten Tag erschien eine internationale Ärztedelegation, um die Ermordeten zu untersuchen. Ein gemeinsames Ergebnis war, dass alle Frauen im Alter von 8 bis 84 Jahren vergewaltigt und sexuell missbraucht wurden.“ |
|||
Der Abstieg in die Hölle Eine schockierende und sehr treffende Beschreibung gab der Schweizer Korrespondent Konrad Varner über die Einwohner Berlins: „Die Menschen auf der Straße, in den Geschäften und in den Verkehrsmitteln wirkten verlassen in diesem grauen November, im fünften Kriegsjahr. Die Bewohner waren blass und hatten eingefallene Augen. Alte Kleidung bedeckte ihre ausgemergelten Körper. Obwohl sie überlastet waren, waren sie jedoch ständig wachsam und zeichneten sich aufgrund der starken Angst um ihre Existenz durch eine abnormale Hyperaktivität aus. Diese Wachsamkeit war aus dem Zustand der Not entstanden, in dem sie sich befanden. Sie durften nicht zu spät in die Läden kommen, weil die verschiedenen Waren sonst Mangelware wären. Sie sollten nicht zu spät an der Straßenbahnhaltestelle ankommen, da diese sonst vorbeigefahren wäre und die Plätze an der Haltestelle belegt wären. Sie sollten nicht zu spät zur Arbeit kommen, da ihnen sonst der Lohn abgezogen würde. Sie sollten nicht zu spät im Restaurant sein, weil sie nichts zu essen finden würden. Außerdem mussten sie früh nach Hause kommen, sonst würden sie auf der Straße vom Alarm erschreckt. Darüber hinaus waren Eile und Wut Gegenmittel gegen Kontemplation und tiefe existenzielle Ängste». Goebbels
hatte die Deutschen gewarnt, dass die Bolschewiki eine asiatische Horde
seien, ein barbarischer Mob mit Tendenzen zur Zerstörung und
primitiver Rache. Sie
wurden vielleicht nicht gegessen, aber Insterburg wurde zerstört.
Das Schloss und die eleganten Kirchen der Stadt mit ihren hohen
Glockentürmen wurden in Brand gesteckt. Auf den Straßen
lagen Leichen von Menschen und Pferden, neben verlassenen Lastwagen und
verbrannten Möbeln. In dieser Nacht schliefen Rabichev und seine Soldaten in einem verlassenen deutschen Bunker. In jedem Raum lagen Leichen: Leichen von kleinen Kindern, alten Männern und Frauen, die vor ihrem Tod eindeutig Gruppenvergewaltigungen erlitten hatten. Der Anblick von Leichen schockierte niemanden mehr. «Wir waren so müde“, schreibt Rabitsev, „dass wir uns zwischen ihnen auf den Boden legten und einschliefen». Am
nächsten Tag fanden sie in einem anderen Gebäude Leichen von
Frauen, die gehetzt und dann verstümmelt worden waren. Viele
sowjetische Offiziere waren entsetzt über diese unnötige
Verwüstung deutscher Städte und Massenmorde, aber die
verantwortlichen politischen Führer der Partei hatten die Antwort
parat: „Die Fritz haben die ganze Welt ausgeplündert ...
deshalb haben sie so viel.“ Sie haben in unserem Land alles
niedergebrannt und jetzt tun wir das Gleiche in ihrem. Ein sowjetischer Gefangener teilte seinen deutschen Häftlingen mit, dass es eine spezifische Anweisung Stalins gebe, die besagte, dass es Rache für die deutschen Gräueltaten geben müsse. Ein Paket mit Briefen sowjetischer Soldaten, die im Februar 1945 in die Hände des deutschen Geheimdienstes fielen, bewies die harte Realität: «Dein Herz ist voller Glück, wenn du eine brennende deutsche Stadt durchquerst», - schrieb einer an seine Eltern. «Wir rächen uns für alles und unsere Rache ist gerecht.“ Feuer um Feuer, Blut um Blut, Tod um Tod!» (Bundesarchiv – Bundesarchiv, RH2-2688, 12). Wie die britische Schriftstellerin Catherine Merridale nach jahrelangem Studium sowjetischer Archive schrieb: «wurden Zeugen wie Kopelev bald zu Parias, zu Opfern, die verfolgt oder zum Schweigen gezwungen wurden». Kopelevs Beschreibung der Einnahme von Nidenburg war schockierend. Er berichtete von brutalen Vergewaltigungen und Hinrichtungen unschuldiger Zivilisten. Die sowjetische Propaganda spielte eine Schlüsselrolle bei der Gestaltung des Feindbildes und der „gerechtfertigten Rache“. Die Hauptlast dieser Gewalt trugen Frauen, aber auch deutsche Männer waren Opfer. Es ist erwähnenswert, dass viele Vergewaltigungen vor den Augen der Ehemänner, Väter und Kinder stattfanden. In
den meisten Fällen waren die Menschen machtlos, das Schicksal zu
verhindern, und mussten zusehen, wie ihre Frauen und Mütter von
Horden betrunkener Männer überfallen wurden. |
|||
Der „Finger Gottes“ Um
die sehr gut ausgebildete, organisierte und kämpfende deutsche
Armee zu besiegen, rekrutierte Stalin Männer aus den tief in Asien
lebenden Stämmen und schickte sie an die Front, da sie die
einzigen waren, die den Deutschen entgegentreten konnten. Am
3. April 1945 entwarf Stalin zusammen mit Feldmarschall Schukow und
Iwan Konjew, auch „der General, der sich nie
zurückzog“, die endgültigen Pläne für die
Schlacht um Berlin. Dieser Termin war eine streng geheime Information und wurde daher den beiden Streckenposten mündlich bekannt gegeben. Der Blutzoll, den die Slawen im Zweiten Weltkrieg zahlten, ist heute weitgehend vergessen. «Keine Gnade!» war
der Befehl, den die deutschen Soldaten hatten, als sie den Sowjets
gegenüberstanden. Aus diesem Grund ermahnten viele sowjetische
Intellektuelle die sowjetischen Soldaten, das Leben der Deutschen, auch
wenn es sich um Frauen oder Kinder handelte, nicht zu schonen und sich
für das Leid zu rächen, das ihr Land durch die deutsche
Besatzung erlitten hatte. Diese
Männer bildeten die ersten Razziatrupps und ihnen wird die
größte Mitverantwortung für die Morde, Vergewaltigungen
und Gräueltaten zugeschrieben, die in Berlin sowohl während
der Schlacht als auch nach der Eroberung der Stadt an Zivilisten
verübt wurden. Entgegen
der landläufigen Meinung war die Ausbildung der sowjetischen
Offiziere, die Militärschulen absolvierten, auf hohem Niveau, und
die meisten höheren und höheren Offiziere beherrschten die
deutsche Sprache, die ihnen an Kriegsschulen beigebracht worden war. |
|||
Der Ansturm des „Roten Taifuns“ Viele
Deutsche zogen es vor, unter dem psychischen Druck von Vergewaltigungen
und anderen Brutalitäten Selbstmord zu begehen. Die Nachricht,
dass die Sowjets kamen und ihre Frauen vergewaltigten, vertrieb alle
Hemmungen und die Angst vor dem Tod. «In einem Haus fanden wir acht Deutsche»,
einen alten Mann, fünf Frauen und zwei Kinder im Alter von 12-13
Jahren. Wie viele – Hunderte – andere hatten sie durch
Erhängen Selbstmord begangen. |
|||
Die
Hauptlast des Angriffs in Ostpreußen und Zentralpolen in Richtung
Schlesien würde die 3. Weißrussische Front von General
Tschernjachowski, die 2. Weißrussische Front von Rokosowski, die
1. Weißrussische Front von Schukow und die 1. Ukrainische Front
unter Konjew tragen. Obwohl
die Wehrmacht den sowjetischen Gegenangriff vorhersah, waren ihre
Schwächen groß und in den deutschen Regionen herrschten
Desorganisation und Unsicherheit. |
|||
Die Russen kommen! Am
20. Januar 1945 ging das Kommando über die im Raum Schlesien
verteidigende deutsche Heeresgruppe A in die Hände von General
Scheirner über. Ferdinand Schirner galt als harter und mutiger
nationalsozialistischer Kämpfer. Goebbels schreibt dazu: «Sairner
ist nicht der Typ General des Sessels oder der Stabsbüros.“
Die meiste Zeit seines Tages verbringt er in der Nähe der
kämpfenden Truppen, zu denen er, obwohl er äußerst
streng ist, ein gegenseitiges Vertrauen aufbaut. Zeigt besondere
Grausamkeit beim Thema „Berufsflüchtlinge»,
da es sich um diejenigen handelt, die systematisch versuchen,
Kämpfen und schwierigen Situationen aus dem Weg zu gehen und
geschickt im Hintergrund zu verschwinden und verschiedene Ausreden zu
erfinden. Seine Art, mit diesen Kerlen umzugehen, ist ziemlich brutal. Doch
selbst der „harte“ Sirner konnte Schlesien nicht
verteidigen. Mitte Februar war die große Stadt Breslau
vollständig abgeschnitten und 35.000 deutsche Soldaten, 15.000
VoIkssturm-Milizionäre und 80.000 Zivilisten waren darin gefangen.
Feldmarschall Ivan Koniev berichtet in seinen Memoiren: „Die
ganze Enklave schien auszubrechen. Einheiten der eingekesselten Wache
stürmten hier und dort herum und suchten verzweifelt nach einem
Ausgang.“ Manchmal kämpften sie verzweifelt, aber meistens
ergaben sie sich. Sieben Tage nach der Einnahme des Dorfes wurde uns gesagt, dass wir es innerhalb von zehn Minuten verlassen müssten! Neunhundert von uns begannen den Marsch durch den Schnee. Wir würden im Osten zur Zwangsarbeit gebracht. Es war eine schreckliche Situation. Wir waren im Regen und Schnee unterwegs. Wer fiel, war verloren. Wir
schliefen in geplünderten und verlassenen Bauernhäusern, im
Dreck, im Stroh, im Wald. Jeder Russe, den er wollte, kam, wann immer
er wollte, und nahm jede Frau, die er wollte, vor anderen ... Am
22. Januar marschierten die Russen in Allenstein ein und am 23. des
Monats besetzte die 5. Garde-Panzerarmee Elbing. Entlang der gesamten
Front befanden sich die russischen Panzer- und Infanterietruppen in
einem tödlichen Konflikt mit einer Vielzahl von Flüchtlingen,
die aufgrund des Winters unter sehr widrigen Bedingungen nach Westen
flohen. Frauen, Kinder und ältere Menschen, zusammengedrängt
in Phalanxen von mit Vorräten beladenen Waggons, tragische
Gestalten, die langsam durch den Schnee kriechen, waren von
sowjetischen T-34 dezimiert worden. Gehrings Besuch Anfang
Februar wurde der österreichische SS-Oberst Otto Skorzeny
beauftragt, die Verteidigung des schwedischen Brückenkopfes an der
Oder zu übernehmen. Ihm stand eine Truppe von 15.000 Mann zur
Verfügung, bestehend aus deutschen, norwegischen, dänischen,
niederländischen, belgischen und französischen
Waffen-SS-Freiwilligen. Die Überlegenheit des Feindes an
Infanterie, Panzern, Artillerie und Luftwaffe betrug 15:1. Trotz der
deprimierenden Zahlen verteidigten sich die Deutschen. Vier von
Skorzenys alten Kameraden, die sich ihm bei der Befreiung Mussolinis im
Gran Sasso in Italien angeschlossen hatten, wurden im Nahkampf
getötet, doch die Front hielt einige Tage lang . Der Fall von Posen Am
18. Februar fiel Posen (damals Preußen, heute Polen). Die kleine
deutsche Garnison, die etwa 200 Kilometer von den befreundeten Linien
abgeschnitten war, leistete bis zum Ende Widerstand. Die Sowjets
brachen mit Flammenwerfern und Granaten durch und lieferten sich
Nahkämpfe, um die deutschen Viertel der Stadt zu räumen. Im
letzten Widerstandsnest legte sich der deutsche Befehlshaber,
Generalmajor Ernst Gommel, in seinem Zimmer auf eine Hakenkreuzfahne
und beging Selbstmord. Die Garnison ergab sich. Es folgten
Plünderungen und Vergewaltigungen, die nun zum Synonym für
den Vormarsch der Roten Armee wurden. Am
tragischsten war die Tatsache, dass Städte wie Danzig Wochen nach
Kriegsende eine unerklärliche Zerstörung durch den Feind
erlitten. Rekapitulieren Hitlers Doktrin, dass Menschen in zwei Kategorien eingeteilt werden, normale Menschen und Untermenschen, und dass unter den Untermenschen die Slawen einen herausragenden Platz einnehmen, führte dazu, dass die slawischen Völker im Zweiten Weltkrieg einen hohen Blutzoll zahlten und ebenfalls fast 31 Millionen Menschen starben als die deutsche Invasion in Russland (Operation Barbarossa) die Sowjets dazu veranlasste, Männer aus den wilden Stämmen tief in Asien zu rekrutieren, um dem deutschen Amoklauf entgegenzuwirken. Das
Ergebnis war, dass das Verhalten der meisten sowjetischen
Armeeangehörigen in den besetzten deutschen Gebieten die Grenzen
der Barbarei überschritt. Die
aufschlussreichsten Beschreibungen von Wladimir Gelfand beziehen sich
jedoch auf die Zeit, in der sich die sowjetischen Truppen in Berlin
aufhielten. Als Gelfand eines Tages mit dem Fahrrad an der Spree
entlang radelte, traf er auf eine Gruppe deutscher Frauen, die mit
Koffern und Paketen beladen waren. |
|||